Σκαρίφημα - ορισμός του σκαρίφημα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%af%cf%86%ce%b7%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.483.610
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκαρίφημα
Μεταφράσεις
σκαρίφημα
(
ska'rifima
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πρόχειρο σχέδιο
esquisse
θηλυκό
croquis
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σκαμπανεβάζω
σκαμπανέβασμα
σκαμπίλι
σκαμπιλίζω
σκαμπό
σκανάρω
σκανδάλη
σκανδαλίζω
σκανδαλιστική
σκανδαλιστικό
σκανδαλιστικός
σκάνδαλο
σκάνδαλος
σκανδαλώδες
σκανδαλώδης
Σκανδιναβία
σκανδιναβικός
σκανδιναβός
σκάνδιο
σκάνερ
σκανταλιά
σκανταλιάρα
σκανταλιάρης
σκανταλιάρικο
σκαντζίκι
σκαντζόχοιρος
σκαπανέας
σκαπάνη
σκαραβαίος
σκαρί
σκαρίφημα
σκαρούνι
σκάρτη
σκάρτο
σκάρτος
σκαρφάλωμα
σκαρφαλώνω
σκαρφαρίζομαι
σκαρφίζομαι
σκαρώνω
σκασιαρχείο
σκάσιμο
σκασμός
σκατά
σκατζόχοιρος
σκατό
σκάφανδρο
σκάφη
σκάφος
σκάψιμο
σκάω
σκεβρή
σκεβρό
σκεβρός
σκεβρώνω
σκέιτινγκ
σκέιτμπορντ
σκελετικός
σκελετό
σκελετός
σκελετώδης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close