Σκατά - ορισμός του σκατά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.587.488.510
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκατά
Μεταφράσεις
σκατά
merda
hovno
shit
,
crap
feko
mierda
merde
merda
poep
fan, skit
merda
(
ska'ta
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πληθυντικός
οικείο
έκφραση θυμού ή αποδοκιμασίας
merde
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σκανδαλώδες
σκανδαλώδης
Σκανδιναβία
σκανδιναβικός
σκανδιναβός
σκάνδιο
σκάνερ
σκανταλιά
σκανταλιάρα
σκανταλιάρης
σκανταλιάρικο
σκαντζίκι
σκαντζόχοιρος
σκαπανέας
σκαπάνη
σκαραβαίος
σκαρί
σκαρίφημα
σκαρούνι
σκάρτη
σκάρτο
σκάρτος
σκαρφάλωμα
σκαρφαλώνω
σκαρφαρίζομαι
σκαρφίζομαι
σκαρώνω
σκασιαρχείο
σκάσιμο
σκασμός
σκατά
σκατζόχοιρος
σκατό
σκάφανδρο
σκάφη
σκάφος
σκάψιμο
σκάω
σκεβρή
σκεβρό
σκεβρός
σκεβρώνω
σκέιτινγκ
σκέιτμπορντ
σκελετικός
σκελετό
σκελετός
σκελετώδης
σκελετωμένη
σκελετωμένο
σκελετωμένος
σκελίδα
σκέλος
σκεπάζομαι
σκεπάζω
σκεπάρνι
σκέπασμα
σκεπαστή
σκεπαστό
σκεπαστός
σκεπή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close