Σκεπάζω - ορισμός του σκεπάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%b5%cf%80%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.655.461.022
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκεπάζω
Μεταφράσεις
σκεπάζω
cover
,
blanket
couvrir
acoperi
(
sce'pazo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
1.
καλύπτω
couvrir
σκεπάζω κπ που κοιμάται
couvrir qqn qui dort
2.
βάζω καπάκι
couvrir
σκεπάζω την κατσαρόλα
couvrir la casserole
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σκαρφαρίζομαι
σκαρφίζομαι
σκαρώνω
σκασιαρχείο
σκάσιμο
σκασμός
σκατά
σκατζόχοιρος
σκατό
σκάφανδρο
σκάφη
σκάφος
σκάψιμο
σκάω
σκεβρή
σκεβρό
σκεβρός
σκεβρώνω
σκέιτινγκ
σκέιτμπορντ
σκελετικός
σκελετό
σκελετός
σκελετώδης
σκελετωμένη
σκελετωμένο
σκελετωμένος
σκελίδα
σκέλος
σκεπάζομαι
σκεπάζω
σκεπάρνι
σκέπασμα
σκεπαστή
σκεπαστό
σκεπαστός
σκεπή
σκέπη
σκεπτικισμός
σκεπτικιστής
σκεπτικό
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπτομαι, άρα υπάρχω
σκέρτσο
σκέτη
σκέτο
σκέτος
σκέτος καφές
σκετς
σκευοθήκη
σκεύος
σκευοφύλακας
σκευωρία
σκεφτική
σκεφτικό
σκεφτικός
σκέφτομαι
σκεφτόμουν
σκέψη
σκηνή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close