σκεπαστός
(προωθήθηκε από σκεπαστό)Μεταφράσεις
σκεπαστός
(scepa'stos) αρσενικόσκεπαστή
(scepa'sti) θηλυκόσκεπαστό
(scepa'sto) ουδέτεροεπίθετο
με στέγη, προστασία σκεπαστή βεράντα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.