σκιερός
(προωθήθηκε από σκιερό)Μεταφράσεις
σκιερός
(scie'ros) αρσενικόσκιερή
(scie'ri) θηλυκόσκιερό
shady (scie'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. που δημιουργεί σκιά σκιερό δέντρο
2. που βρίσκεται στη σκιά σκιερή γωνιά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.