Σκληραίνω - ορισμός του σκληραίνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%bb%ce%b7%cf%81%ce%b1%ce%af%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.723.831.372
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκληραίνω
Μεταφράσεις
σκληραίνω
temper
,
toughen
(
skli'reno
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
γίνομαι σκληρός
durcir s'endurcir
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σκίζομαι
σκίζω
σκίζω σε κομμάτια
σκίνχεντ
σκίουρος
σκιρτάω
σκίρτημα
σκιρτώ
σκίσιμο
σκιστή
σκιστό
σκιστός
σκιτσάρω
σκίτσο
σκιτσογράφος
σκιώδης
σκιώδης κυβέρνηση
σκλαβιά
σκλάβος
σκλαβώνω
σκλήθρα
σκλήθρος
σκληρά
σκληραγωγημένη
σκληραγωγημένο
σκληραγωγημένος
σκληραγωγία
σκληραγωγούμαι
σκληραγωγώ
σκληράδα
σκληραίνω
σκληρή
σκληρίζω
σκληρό
σκληρός
σκληρός δίσκος
σκληρότητα
σκληροτράχηλος
σκλήρυνση κατά πλάκας
σκληρύνω
σκνίπα
σκοινάκι
σκοινί
σκοινί για άπλωμα ρούχων
σκοινί μπουγάδας
σκόλη
σκολιός
σκολίωση
σκονάκι
σκόνη
σκόνη κάρι
σκονίζομαι
σκονίζω
σκονισμένος
σκοντάφτω
σκόντο
σκόπελος
σκοπευτής
σκοπεύτρια
σκοπεύω
σκοπεύω να
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close