σκληραγωγημένος
(προωθήθηκε από σκληραγωγημένη)Μεταφράσεις
σκληραγωγημένος
(skliraɣoʝi'menos) αρσενικόσκληραγωγημένη
(skliraɣoʝi'meni) θηλυκόσκληραγωγημένο
(skliraɣoʝi'meno) ουδέτεροεπίθετο
που αντέχει στις δυσκολίες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.