Σκοτίζω - ορισμός του σκοτίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%84%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.567.914
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκοτίζω
Μεταφράσεις
σκοτίζω
(
sko'tizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
ζαλίζω
embêter agacer
Με σκότισες με τα προβλήματά σου.
Tu m'embêtes avec tes problèmes.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σκοπιμότητα
σκοποβολή
σκοπός
σκορ
σκοράρω
σκορβούτο
σκορδαλιά
σκόρδο
σκοροκτόνος
σκόρος
σκορπάω
σκόρπια
σκορπίζω
σκόρπιο
σκορπιός
σκόρπιος
σκορπώ
σκότα
σκοτάδι
σκοταδισμός
σκοταδιστικός
σκοτεινά
σκοτεινή
σκοτεινιά
σκοτεινιάζω
σκοτεινιασμένος
σκοτεινό
σκοτεινός
Σκοτία
σκοτίζομαι
σκοτίζω
σκοτοδίνη
σκότος
σκοτούρα
Σκοτσέζικος
σκότωμα
σκοτωμένος
σκοτώνομαι
σκοτώνω
σκοτώστρα
σκούζω
σκουλαρίκι
σκουλήκι
σκουλήκι εντόμου
σκουλίκι
σκουμπρί
σκούνα
σκουντάω
σκουντιά
σκουντουφλάω
σκουντουφλώ
σκουντώ
σκούξιμο
σκουός
σκούπα
σκούπα Hoover
σκουπίδι
σκουπίδια
σκουπιδιάρης
σκουπιδιάρικο
σκουπιδόξυλο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close