σκοτεινός
(προωθήθηκε από σκοτεινή)Μεταφράσεις
σκοτεινός
(skoti'nos) αρσενικόσκοτεινή
(skoti'ni) θηλυκόσκοτεινό
sombredark, obscure, reconditeمُظْلِمtmavýmørkdunkeloscurotummamračanscuro暗い어두운donkermørkciemnyescuroтемный, тёмныйmörkมืดkaranlıktối tăm黑暗的 (skoti'no) ουδέτεροεπίθετο
1. χωρίς φως σκοτεινό δωμάτιο
2. (για χρώμα) σκούρος σκοτεινό χρώμα
3. μεταφορικά μυστηριώδης, που κρύβει κπ έννοια σκοτεινό βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.