Σκουφί - ορισμός του σκουφί από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%86%ce%af
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.006.358
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σκουφί
Μεταφράσεις
σκουφί
(
sku'fi
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
σκούφος
bonnet
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σκούξιμο
σκουός
σκούπα
σκούπα Hoover
σκουπίδι
σκουπίδια
σκουπιδιάρης
σκουπιδιάρικο
σκουπιδόξυλο
σκουπιδοτενεκές
σκουπιδότοπος
σκουπίζομαι
σκουπίζω
σκουπίζω με ηλεκτρική σκούπα
σκούπισμα
σκουπόξυλο
σκούρα
σκουραίνω
σκουριά
σκουριάζω
σκουριασμένη
σκουριασμένο
σκουριασμένος
σκούρο
σκούρος
σκουρόχρωμη
σκουρόχρωμο
σκουρόχρωμος
σκούτερ
σκουφάκι μπάνιου
σκουφί
σκούφια
σκούφος
σκύβω
σκύβω έξω από
σκύβω προς τα εμπρός
σκυθικός
σκυθρωπή
σκυθρωπιάζω
σκυθρωπό
σκυθρωπός
σκυθρωπότητα
σκύλα
σκυλάκι
σκυλί
σκυλίσιος
Σκύλλα
σκύλος
σκύλος Αγίου Βερνάρδου
σκύλος οδηγός
σκυλόσπιτο
σκυλόψαρο
σκυρόδεμα
σκυτάλη
σκυταλοδρομία
σκυφτή
σκυφτό
σκυφτός
σκωληκοειδής απόφυση
σκωληκοειδίτιδα
σκώληξ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close