σμαραγδένιος
(προωθήθηκε από σμαραγδένιο)Μεταφράσεις
σμαραγδένιος
(smaraɣ'ðeɲos) αρσενικόσμαραγδένια
(smaraɣða'reɲa) θηλυκόσμαραγδένιο
emerald (smaraɣ'ðeɲo) ουδέτεροεπίθετο
1. από σμαράγδια σμαραγδένιο κολιέ
2. μεταφορικά που έχει χρώμα σμαραγδιού σμαραγδένια μάτια