Σμπαράλια - ορισμός του σμπαράλια από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%bc%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%bb%ce%b9%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.732.373.531
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σμπαράλια
Μεταφράσεις
σμπαράλια
(
zba'raʎa
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πληθυντικός
χαλάσματα
débris
αρσενικό
πληθυντικός
διαλύομαι, συντρίβομαι διαλύω, συντρίβω κτ
se réduire réduire qqch en miettes
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Σλοβακία
σλοβακικά
σλοβάκικα
σλοβακικός
Σλοβάκος
Σλοβενία
σλοβενικά
σλοβενική
σλοβενικό
σλοβενικός
Σλοβένος
σλόγκαν
σμάλτο
σμαραγδένια
σμαραγδένιο
σμαραγδένιος
σμαράγδι
σμάρι
σμέουρο
σμέρνα
σμηνίας
σμήνος
σμίγω
σμικρῶς
σμίκρυνση
σμίλη
σμιχτή
σμιχτό
σμιχτός
σμόκιν
σμπαράλια
σμπαραλιάζω
σνακ
σνακ μπαρ
σνίτσελ
σνομπ
σνομπάρω
σνομπισμός
σνούκερ
σοβαντίζω
σοβαρά
σοβαρεύω
σοβαρή
σοβαρό
σοβαρολογώ
σοβαρός
σοβαρότητα
σοβαροφανές
σοβαροφανής
σοβάς
σοβατεπί
σοβατζής
σοβατίζω
σοβάτισμα
σοβινισμός
σοβινιστής
σοβινίστρια
σοβχόζ
σόγια
σογιέλαιο
σόδα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close