σουβλερός
(προωθήθηκε από σουβλερή)Μεταφράσεις
σουβλερός
(suvle'ros) αρσενικόσουβλερή
(suvle'ri) θηλυκόσουβλερό
(suvle'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. μυτερός σουβλερή μύτη
2. διαπεραστικός σουβλερός πόνος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.