Σπέρνω - ορισμός του σπέρνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%80%ce%ad%cf%81%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.777.623.370
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σπέρνω
Μεταφράσεις
σπέρνω
seed
,
sow
(
'sperno
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
1.
σκορπίζω σπόρους στο χώμα
semer
σπέρνω σιτάρι
semer du blé
2.
μεταφορικά
διαδίδω, εξαπλώνω
semer
σπέρνω πανικό
semer la panique
κάνω τους άλλους να καβγαδίζουν
semer la zizanie
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σπασμένη
σπασμένο
σπασμένος
σπασμολυτικό
σπασμός
σπασμωδική
σπασμωδικό
σπασμωδικός
σπαστή
σπαστική
σπαστικό
σπαστικός
σπαστό
σπαστός
σπαταλάω
σπατάλη
σπάταλη
σπάταλο
σπάταλος
σπαταλώ
σπάτουλα
σπάω
σπείρα
σπειροειδές
σπειροειδής
σπέρμα
σπερματικός
σπερματοζωάριο
σπερματοκτόνος
σπερματόφυτο(ν)
σπέρνω
σπέσιαλ
σπεσιαλίστας
σπεσιαλίστρια
σπεσιαλιτέ
σπεύδω
σπήλαιο
σπηλαιολογία
σπηλιά
σπίζα
σπίθα
σπιθαμή
σπιθίζω
σπιθοβολώ
σπιλώνω
σπινθήρας
σπινθηροβόλα
σπινθηροβόλο
σπινθηροβόλος
σπίνος
σπιούνα
σπιούνος
σπιράλ
σπιρούνι
σπιρούνιασμα
σπιρουνίζω
σπιρούνισμα
σπιρτάδα
σπίρτο
σπιρτόζος
σπιρτόκουτο
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close