Σπανάκι - ορισμός του σπανάκι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%ba%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.935.567.852
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σπανάκι
Μεταφράσεις
σπανάκι
spinach
épinard
spinaceum
spenat
Spinat
سَبَانِخ
špenát
spinat
espinaca
,
espinacas
pinaatti
špinat
spinaci
ほうれん草
시금치
spinazie
spinat
szpinak
espinafre
шпинат
ผักโขม
ıspanak
cải bó xôi
菠菜
Спанак
תרד
菠菜
(
spa'naci
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
χόρτο που τρώγεται ωμό ή βραστό
épinards
αρσενικό
πληθυντικός
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Σοφία Ίησου Σειράχ
Σοφία Σειράχ
σοφίζομαι
σόφισμα
σοφιστεία
σοφιστής
σοφιστικέ
σοφιστική
σοφιστικός
σοφίτα
σοφό
σοφός
σόφτμπολ
σπα
σπαγγέτι
σπαγγοραμένος
σπάγγος
σπαγκοραμμένη
σπαγκοραμμένο
σπαγκοραμμένος
σπάγκος
σπαζοκεφαλιά
σπάζω
σπάθα
σπαθάτος
σπαθί
σπαθιά
σπαθόψαρο
Σπάιντερμαν
σπάλα
σπανάκι
σπανή
σπάνια
σπάνιελ
σπανίζω
σπάνιο
σπάνιος
σπανιότητα
σπανίως
σπανό
σπανός
σπαράγγι
σπαραγμός
σπαράζω
σπαρακτική
σπαρακτικό
σπαρακτικός
σπάραχνο
σπαργή
σπαργικός
σπάρος
σπαρταράω
σπαρταρώ
Σπάρτη
σπάρτο
σπασίκλα
σπασίκλας
σπάσιμο
σπασμένη
σπασμένο
σπασμένος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close