σπαρακτικός
(προωθήθηκε από σπαρακτικό)Μεταφράσεις
σπαρακτικός
(sparakti'kos) αρσενικόσπαρακτική
(sparakti'ci) θηλυκόσπαρακτικό
(sparakti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί πολύ μεγάλο ψυχικό πόνο σπαρακτική κραυγή σπαρακτικά κλάματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.