Σπασίκλα - ορισμός του σπασίκλα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%80%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%ba%ce%bb%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.723.411.027
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σπασίκλας
(προωθήθηκε από
σπασίκλα
)
Μεταφράσεις
σπασίκλας
(
spa'siklas
)
αρσενικό
σπασίκλα
(
spa'sikla
)
θηλυκό
ουσιαστικό
που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μελετάει
élève
αρσενικό
bûcheur
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σπαθί
σπαθιά
σπαθόψαρο
Σπάιντερμαν
σπάλα
σπανάκι
σπανή
σπάνια
σπάνιελ
σπανίζω
σπάνιο
σπάνιος
σπανιότητα
σπανίως
σπανό
σπανός
σπαράγγι
σπαραγμός
σπαράζω
σπαρακτική
σπαρακτικό
σπαρακτικός
σπάραχνο
σπαργή
σπαργικός
σπάρος
σπαρταράω
σπαρταρώ
Σπάρτη
σπάρτο
σπασίκλα
σπασίκλας
σπάσιμο
σπασμένη
σπασμένο
σπασμένος
σπασμολυτικό
σπασμός
σπασμωδική
σπασμωδικό
σπασμωδικός
σπαστή
σπαστική
σπαστικό
σπαστικός
σπαστό
σπαστός
σπαταλάω
σπατάλη
σπάταλη
σπάταλο
σπάταλος
σπαταλώ
σπάτουλα
σπάω
σπείρα
σπειροειδές
σπειροειδής
σπέρμα
σπερματικός
σπερματοζωάριο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close