σπασμωδικός
(προωθήθηκε από σπασμωδική)Μεταφράσεις
σπασμωδικός
(spazmoði'kos) αρσενικόσπασμωδική
(spazmoði'ci) θηλυκόσπασμωδικό
spasmodiqueconvulsive, spasmodicспазматический, спастический (spazmoði'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που γίνεται με σπασμούς σπασμωδικός βήχας
2. που μοιάζει με σπασμό σπασμωδικές κινήσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.