Σπιτονοικοκυρά - ορισμός του σπιτονοικοκυρά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.604.237
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σπιτονοικοκυρά
Μεταφράσεις
σπιτονοικοκυρά
مَالِكَةُ الأَرْضُ
σπιτονοικοκυρά
bytná
σπιτονοικοκυρά
værtinde
σπιτονοικοκυρά
Vermieterin
σπιτονοικοκυρά
landlady
σπιτονοικοκυρά
casera
σπιτονοικοκυρά
vuokraemäntä
σπιτονοικοκυρά
propriétaire
σπιτονοικοκυρά
gazdarica
σπιτονοικοκυρά
padrona di casa
σπιτονοικοκυρά
女家主
σπιτονοικοκυρά
여주인
σπιτονοικοκυρά
hospita
σπιτονοικοκυρά
husvertinne
σπιτονοικοκυρά
właścicielka mieszkania
σπιτονοικοκυρά
proprietária
,
senhoria
σπιτονοικοκυρά
домовладелица
σπιτονοικοκυρά
värdinna
σπιτονοικοκυρά
เจ้าของบ้านหญิง
σπιτονοικοκυρά
ev sahibesi
σπιτονοικοκυρά
bà chủ nhà
σπιτονοικοκυρά
女房东
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σπηλιά
σπίζα
σπίθα
σπιθαμή
σπιθίζω
σπιθοβολώ
σπιλώνω
σπινθήρας
σπινθηροβόλα
σπινθηροβόλο
σπινθηροβόλος
σπίνος
σπιούνα
σπιούνος
σπιράλ
σπιρούνι
σπιρούνιασμα
σπιρουνίζω
σπιρούνισμα
σπιρτάδα
σπίρτο
σπιρτόζος
σπιρτόκουτο
σπίτι
σπίτι μου
σπιτική
σπιτικό
σπιτικός
σπιτίσιος
σπιτόγατος
σπιτονοικοκυρά
σπιτονοικοκύρης
σπλαγχνικότητα
σπλάχνα
σπλαχνική
σπλαχνικό
σπλαχνικός
σπλάχνο
σπλήνα
σπόγγος
σπογγώδες
σπογγώδης
σπονδυλική
σπονδυλική στήλη
σπονδυλικό
σπονδυλικός
σπόνδυλος
σπονδυλωτά
σπονδυλωτό
σπονδυλωτός
σπόνσορας
σπόντα
σπορ
σπορά
σποραδικά
σποραδική
σποραδικό
σποραδικός
σπόρια
σπορόζωο
σπόρος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close