Σπονδυλικός - ορισμός του σπονδυλικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%80%ce%bf%ce%bd%ce%b4%cf%85%ce%bb%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.393.321.422
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σπονδυλικός
Μεταφράσεις
σπονδυλικός
(
sponðili'kos
)
αρσενικό
σπονδυλική
(
sponðili'ci
)
θηλυκό
σπονδυλικό
vertebral
vertebral
(
sponðili'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
το μέρος του σκελετού στην πλάτη
la colonne vertébrale
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σπιρούνι
σπιρούνιασμα
σπιρουνίζω
σπιρούνισμα
σπιρτάδα
σπίρτο
σπιρτόζος
σπιρτόκουτο
σπίτι
σπίτι μου
σπιτική
σπιτικό
σπιτικός
σπιτίσιος
σπιτόγατος
σπιτονοικοκυρά
σπιτονοικοκύρης
σπλαγχνικότητα
σπλάχνα
σπλαχνική
σπλαχνικό
σπλαχνικός
σπλάχνο
σπλήνα
σπόγγος
σπογγώδες
σπογγώδης
σπονδυλική
σπονδυλική στήλη
σπονδυλικό
σπονδυλικός
σπόνδυλος
σπονδυλωτά
σπονδυλωτό
σπονδυλωτός
σπόνσορας
σπόντα
σπορ
σπορά
σποραδικά
σποραδική
σποραδικό
σποραδικός
σπόρια
σπορόζωο
σπόρος
σπουδάζω
σπουδαία
σπουδαίο
σπουδαίος
σπουδαιότητα
σπουδαστήριο
σπουδαστής
σπουδάστρια
σπουδές
σπουδή
σπουργίτης
σπουργίτι
σπουργιτόγλαυκα
σπούτνικ
σπρέι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close