Στασιαστικός - ορισμός του στασιαστικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.605.408.336
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στασιαστικός
Μεταφράσεις
στασιαστικός
rebellious
,
seditious
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σταλινικός
σταλός
στάλπη
Σταματάμε στο ...;
σταματάω
σταμάτημα
Σταματήστε εδώ, παρακαλώ.
σταματώ
σταματώ στην άκρη του δρόμου
σταματώ τη λειτουργία
στάμνα
σταμνί
σταμπάρω
στάνη
στάνταρ
στάξιμο
σταρ
σταράτη
σταράτο
σταράτος
σταρένιος
σταρήθρα
στάρι
σταροκόρακας
στάσεις στο σεξ
στάση
στάση λεωφορείου
στασιάζω
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασιάστρια
στάσιμη
στάσιμο
στάσιμος
στασιμότητα
στατική
στατικό
στατικός
στατιστικά
στατιστικές
στατιστική
στατιστικό
στατιστικός
σταύλος
σταυραδερφός
σταυροδρόμι
σταυροειδής
σταυρόλεξο
σταυροπόδι
σταυρός
Σταυρός Νότιος
Σταυρός του Νότου
σταυροφορία
σταυρωμένη
σταυρωμένο
σταυρωμένος
σταυρώνω
σταύρωση
σταυρωτή
σταυρωτό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close