στατικός
(προωθήθηκε από στατική)Μεταφράσεις
στατικός
(stati'kos) αρσενικόστατική
(stati'ci) θηλυκόστατικό
statiquestaticestáticaStatischestatischeestáticoثابتstatickéstatiskסטטי静的정적statiskคง (stati'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν εξελίσσεται στατική κατάσταση
2. φυσική σχετικός με τη δυναμική των σωμάτων στατική μελέτη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.