σταυρωμένος
(προωθήθηκε από σταυρωμένη)Μεταφράσεις
σταυρωμένος
(stavro'menos) αρσενικόσταυρωμένη
(stavro'meni) θηλυκόσταυρωμένο
(stavro'meno) ουδέτεροεπίθετο
που έχει σχήμα σταυρού
χωρίς να κάνω τίποτα
χωρίς να κάνω τίποτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.