Σταυρώνω - ορισμός του σταυρώνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%85%cf%81%cf%8e%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.652.127.435
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σταυρώνω
Μεταφράσεις
σταυρώνω
cross
,
crucify
crucifier
falten
(
sta'vrono
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
κρεμάω ή καρφώνω κπ στο σταυρό
crucifier
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στασιάζω
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασιάστρια
στάσιμη
στάσιμο
στάσιμος
στασιμότητα
στατική
στατικό
στατικός
στατιστικά
στατιστικές
στατιστική
στατιστικό
στατιστικός
σταύλος
σταυραδερφός
σταυροδρόμι
σταυροειδής
σταυρόλεξο
σταυροπόδι
σταυρός
Σταυρός Νότιος
Σταυρός του Νότου
σταυροφορία
σταυρωμένη
σταυρωμένο
σταυρωμένος
σταυρώνω
σταύρωση
σταυρωτή
σταυρωτό
σταυρωτός
σταφίδα
σταφιδόψωμο
σταφύλι
σταφυλοκοκκικός
στάχτη
σταχτής
σταχτογερανός
σταχτοδοχείο
σταχτοτσικνιάς
στάχυ
στεατίτης
στεγάζομαι
στεγάζω
στεγανή
στεγανό
στεγανός
στεγανωτής
στέγαση
στεγασμένος χώρος
στεγαστική
στεγαστικό
στεγαστικός
στέγαστρο
στεγή
στέγη
στεγνή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close