Στείβω - ορισμός του στείβω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%af%ce%b2%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.723.596.484
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στείβω
Μεταφράσεις
στείβω
wring
στείβω
presser
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σταχτής
σταχτογερανός
σταχτοδοχείο
σταχτοτσικνιάς
στάχυ
στεατίτης
στεγάζομαι
στεγάζω
στεγανή
στεγανό
στεγανός
στεγανωτής
στέγαση
στεγασμένος χώρος
στεγαστική
στεγαστικό
στεγαστικός
στέγαστρο
στεγή
στέγη
στεγνή
στεγνό
στεγνό καθάρισμα
στεγνοκαθαριστήριο
στεγνός
στέγνωμα
στέγνωμα με πιστολάκι
στεγνώνω
στεγνωτήριο
στεγνωτήριο ρούχων
στείβω
στείρα
στείρο
στείρος
στειρότητα
στειρώνω
στείρωση
στέισον βάγκον
στέκα
στέκι
στέκομαι
στεκόμουν
στέκω
στέλεχος
στέλνω
στέλνω ηλεκτρονικό μήνυμα
στέλνω μήνυμα κειμένου
στέλνω φαξ
στέλω
στέμμα
στενά
στεναγμός
στενάζω
στενάχωρος
στενεύω
στενή
στενό
στενογραφία
στενογραφικός
στενοκέφαλη
στενοκέφαλο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close