στεγανός
(προωθήθηκε από στεγανό)Μεταφράσεις
στεγανός
(steɣa'nos) αρσενικόστεγανή
(steɣa'ni) θηλυκόστεγανό
אטום (steɣa'no) ουδέτεροεπίθετο
1. αδιαπέραστος από υγρασία στεγανή θήκη
2. που κλείνει ερμητικά στεγανό καπάκι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.