στεγνός
(προωθήθηκε από στεγνή)Μεταφράσεις
στεγνός
(ste'ɣnos) αρσενικόστεγνή
(ste'ɣni) θηλυκόστεγνό
dryجافّsuchýtørtrockensecokuivasecsuhasciutto乾燥した마른droogtørrsuchysecoсухойtorrแห้งkurukhô干燥的יבש (ste'ɣno) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι βρεγμένος στεγνά μαλλιά
2. χωρίς υγρασία, ξερός στεγνά χείλια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.