στενοκέφαλος
(προωθήθηκε από στενοκέφαλη)Μεταφράσεις
στενοκέφαλος
(steno'cefalos) αρσενικόστενοκέφαλη
(steno'cefali) θηλυκόστενοκέφαλο
(steno'cefalo) ουδέτεροεπίθετο
στενόμυαλος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.