Στενό - ορισμός του στενό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%bd%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.426.738
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στενό
Μεταφράσεις
στενό
close
cerrar
schließen
chiudere
fermer
закрыть
sluiten
fechar
إغلاق
关闭
關閉
Zavřít
Luk
Sulje
סגור
閉じる
닫기
ปิด
(
ste'no
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
δρομάκι, σοκάκι
ruelle
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στέγνωμα με πιστολάκι
στεγνώνω
στεγνωτήριο
στεγνωτήριο ρούχων
στείβω
στείρα
στείρο
στείρος
στειρότητα
στειρώνω
στείρωση
στέισον βάγκον
στέκα
στέκι
στέκομαι
στεκόμουν
στέκω
στέλεχος
στέλνω
στέλνω ηλεκτρονικό μήνυμα
στέλνω μήνυμα κειμένου
στέλνω φαξ
στέλω
στέμμα
στενά
στεναγμός
στενάζω
στενάχωρος
στενεύω
στενή
στενό
στενογραφία
στενογραφικός
στενοκέφαλη
στενοκέφαλο
στενοκέφαλος
στενόμακρη
στενόμακρο
στενόμακρος
στενόμυαλη
στενόμυαλο
στενόμυαλος
στενός
στενόχωρη
στενοχωρημένη
στενοχωρημένο
στενοχωρημένος
στενοχώρια
στενοχωριέμαι
στενόχωρο
στενόχωρος
στενοχωρώ
στένωση
στέπα
στέππα
στέργω
στερεά
στερεή
στέρεη
στερεό
στέρεο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close