στενόχωρος
(προωθήθηκε από στενόχωρο)Μεταφράσεις
στενόχωρος
(ste'noxoros) αρσενικόστενόχωρη
(ste'noxori) θηλυκόστενόχωρο
cramped (ste'noxoro) ουδέτεροεπίθετο
που δεν έχει αρκετό χώρο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.