στερεότυπος
(προωθήθηκε από στερεότυπη)Μεταφράσεις
στερεότυπος
(stere'otipos) αρσενικόστερεότυπη
(stere'otipi) θηλυκόστερεότυπο
stereotypestéréotype (stere'otipo) ουδέτεροεπίθετο
επαναλαμβανόμενος, συνηθισμένος στερεότυπη απάντηση στερεότυπη φράση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.