στερεύω
Μεταφράσεις
στερεύω
(ste'revo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. ξεραίνομαι Το ποτάμι στέρεψε.
2. μεταφορικά εξαντλούμαι, τελειώνω Η φαντασία του στέρεψε. στερεύω από ιδέες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.