Στερημένο - ορισμός του στερημένο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%b7%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.776.917.099
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στερημένος
(προωθήθηκε από
στερημένο
)
Μεταφράσεις
στερημένος
(
steri'menos
)
αρσενικό
στερημένη
(
steri'meni
)
θηλυκό
στερημένο
deprived
박탈
(
steri'meno
)
ουδέτερο
επίθετο
που έχει στερηθεί βασικά πράγματα
privé/-ée dépourvu/-ue
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στένωση
στέπα
στέππα
στέργω
στερεά
στερεή
στέρεη
στερεό
στέρεο
στερεό τεμάχιο
στερεογραφικός
στερεοποιούμαι
στερεός
στέρεος
στερεοσκοπικός
στερεότυπη
στερεοτυπία
στερεοτυπικός
στερεότυπο
στερεότυπος
στερεοτυπώ
στερεοφωνική
στερεοφωνικό
στερεοφωνικός
στερεύω
στερέωμα
στερεωμένος
στερεώνω
στερέωση
στερημένη
στερημένο
στερημένος
στέρηση
στεριά
στεριώνω
στερλίνα
στέρνα
στέρνο
στεροϊδές
στερούμαι
στερώ
στεφάνη
στεφάνι
Στεφανία
στεφανιαίος
Στέφανος
Στέφανος Βόρειος
Στέφανος Νότιος
στεφανώνω
στέφομαι
στέφω
στέψη
στη
στηθάγχη
στηθόδεσμος
στήθος
στηθοσκοπικός
στηθοσκόπιο
στήλη
στήμονας
στην
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close