στιλ
styleestiloStilstyleстильstijlestilostylстилstylסגנוןスタイル스타일 (stil)
ουσιαστικό ουδέτερο άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο) 1. ο αρχιτεκτονικός ρυθμός
style αρσενικό στιλ μπαρόκ un style baroque 2. τρόποι, ντύσιμο κ.λπ.
style κλασικό στιλ un style classique 3. καλό γούστο
style έχω στιλ avoir du style Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.