Στο εξωτερικό - ορισμός του στο εξωτερικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%bf+%ce%b5%ce%be%cf%89%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.850.577
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στο εξωτερικό
Μεταφράσεις
στο εξωτερικό
بِالـخارِج
στο εξωτερικό
do zahraničí
στο εξωτερικό
til udlandet
στο εξωτερικό
im Ausland
στο εξωτερικό
abroad
στο εξωτερικό
en el extranjero
στο εξωτερικό
ulkomailla
στο εξωτερικό
à l’étranger
στο εξωτερικό
u inozemstvo
στο εξωτερικό
all’estero
στο εξωτερικό
海外に
στο εξωτερικό
해외에
στο εξωτερικό
in het buitenland
στο εξωτερικό
utenlands
στο εξωτερικό
za granicą
στο εξωτερικό
no estrangeiro
στο εξωτερικό
за границей
στο εξωτερικό
utomlands
στο εξωτερικό
ต่างประเทศ
στο εξωτερικό
yurtdışı
στο εξωτερικό
ở nước ngoài
στο εξωτερικό
在国外
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στιγματίζω
στιγματισμός
στιγμή
στιγμιαία
στιγμιαίο
στιγμιαίος
στιγμιαίος καφές
στιγμιότυπο
στιγμούλα
στίζω
στιλ
στιλβώνω
στιλέτο
στιλό
στιλπνή
στιλπνό
στιλπνός
στίξη
στις
στις αρχές Ιουνίου
στις μύτες των ποδιών (του/της)
στις τρεις
στιφάδο
στίχοι
στιχομετρικός
στιχομυθία
στίχος
στιχουργός
στο
στο διαδίκτυο
στο εξωτερικό
στο επάνω πάτωμα
στο κάτω πάτωμα
στο κέντρο της πόλης
στο μέσο της απόστασης
στο μεταξύ
στοά
στοίβα
στοιβάδα
στοιβάδα του όζοντος
στοιβάζω
στοιχεία
στοιχειό
στοιχείο
στοιχειομετρία
στοιχειώδες
στοιχειώδης
στοιχειωμένη
στοιχειωμένο
στοιχειωμένος
στοιχειώνω
στοίχημα
στοιχηματίζω
Στοιχίζει ...
στοιχίζω
στοίχιση
στοίχος
στόκος
Στοκχόλμη
στολή
στολή εργασίας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close