Στο μεταξύ - ορισμός του στο μεταξύ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%bf+%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%ce%be%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.738.624.967
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στο μεταξύ
Μεταφράσεις
στο μεταξύ
فِي خِلَالِ ذَلِكَ
στο μεταξύ
mezitím
στο μεταξύ
imens
στο μεταξύ
mittlerweile
στο μεταξύ
meanwhile
στο μεταξύ
entretanto
στο μεταξύ
sillä välin
στο μεταξύ
pendant ce temps
στο μεταξύ
u međuvremenu
στο μεταξύ
nel frattempo
στο μεταξύ
その間に
στο μεταξύ
그 동안에
στο μεταξύ
ondertussen
στο μεταξύ
så lenge
στο μεταξύ
tymczasem
στο μεταξύ
entretanto
,
por enquanto
στο μεταξύ
между тем
στο μεταξύ
under tiden
στο μεταξύ
ขณะที่
στο μεταξύ
o sırada
στο μεταξύ
trong lúc đó
στο μεταξύ
同时
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στιγμιαίος
στιγμιαίος καφές
στιγμιότυπο
στιγμούλα
στίζω
στιλ
στιλβώνω
στιλέτο
στιλό
στιλπνή
στιλπνό
στιλπνός
στίξη
στις
στις αρχές Ιουνίου
στις μύτες των ποδιών (του/της)
στις τρεις
στιφάδο
στίχοι
στιχομετρικός
στιχομυθία
στίχος
στιχουργός
στο
στο διαδίκτυο
στο εξωτερικό
στο επάνω πάτωμα
στο κάτω πάτωμα
στο κέντρο της πόλης
στο μέσο της απόστασης
στο μεταξύ
στοά
στοίβα
στοιβάδα
στοιβάδα του όζοντος
στοιβάζω
στοιχεία
στοιχειό
στοιχείο
στοιχειομετρία
στοιχειώδες
στοιχειώδης
στοιχειωμένη
στοιχειωμένο
στοιχειωμένος
στοιχειώνω
στοίχημα
στοιχηματίζω
Στοιχίζει ...
στοιχίζω
στοίχιση
στοίχος
στόκος
Στοκχόλμη
στολή
στολή εργασίας
στολή κατάδυσης
στολίδι
στολίζω
στολίσκος
στόλισμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close