Στραβοκοιτάζω - ορισμός του στραβοκοιτάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%b2%ce%bf%ce%ba%ce%bf%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.659.781.357
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στραβοκοιτάζω
Μεταφράσεις
στραβοκοιτάζω
(
stravoci'tazo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
κοιτάζω με δυσαρέσκεια
regarder de travers
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στόμφος
στομφώδες
στομφώδης
στοπ
στοράκι
στοργή
στοργική
στοργικό
στοργικός
στόρι
στου
στούμι
στούντιο
στουπί
στούπωμα
στουριόν
στουρνάρι
στους
στόφα
στοχασμός
στοχαστής
στοχαστικός
στοχεύω
στόχος
στραβά
στραβή
στραβίζω
στραβισμός
στραβό
στραβοκαταπίνω
στραβοκοιτάζω
στραβόξυλο
στραβοπατάω
στραβοπάτημα
στραβοπατώ
στραβός
στραβώνομαι
στραβώνω
στραγάλι
στραγγαλίζω
στραγγαλισμός
στραγγίζω
στράγγισμα
στραγγισμένος
στραμμένη
στραμμένο
στραμμένος
στραμπουλάω
στραμπούληγμα
στραμπουλίζω
στραμπουλώ
στραπατσάρισμα
Στρασβούργο
στρατάρχης
στρατεύματα
στρατήγημα
στρατηγία
στρατηγική
στρατηγικό
στρατηγικός
στρατηγός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close