στραβός
(προωθήθηκε από στραβό)Μεταφράσεις
στραβός
(stra'vos) αρσενικόστραβή
(stra'vi) θηλυκόστραβό
schrägaveuglecrooked, wry (stra'vo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι ίσιος στραβή γραμμή
κάνω λάθος επιλογές
κάνω λάθος επιλογές
2. οικείο τυφλός Καλά, στραβός είσαι; Δε βλέπεις μπροστά σου;
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.