στραγγίζω
Μεταφράσεις
στραγγίζω
(stran'ɟizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω να φύγουν τα νερά στραγγίζω τα μακαρόνια στραγγίζω τα ρούχα
2. μεταφορικά αδειάζω τελείως στραγγίζω το ποτήρι μου
στραγγίζω
drainيُصَرِّفُ ماءًvypustitdræneentwässernescurrir, vaciartyhjentääégoutteriscijeditidrenare排水する(...에서) 배출시키다afvoerentappeosuszyćdrenarосушатьtappa utระบายออกatık boşaltmaktháo nước排放ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
δε στάζω πια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.