στυγερός
(προωθήθηκε από στυγερή)Μεταφράσεις
στυγερός
(stiʝe'ros) αρσενικόστυγερή
(stiʝe'ri) θηλυκόστυγερό
heinous (stiʝe'ro) ουδέτεροεπίθετο
φρικτός, απεχθής στυγερό έγκλημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.