Στόλισμα - ορισμός του στόλισμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%cf%8c%ce%bb%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.313.765
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στόλισμα
Μεταφράσεις
στόλισμα
(
'stolizma
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το να στολίζει κν κτ
décoration
θηλυκό
ornement
αρσενικό
Το στόλισμα του σπιτιού πήρε χρόνο.
La décoration de la maison a pris du temps.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στο μεταξύ
στοά
στοίβα
στοιβάδα
στοιβάδα του όζοντος
στοιβάζω
στοιχεία
στοιχειό
στοιχείο
στοιχειομετρία
στοιχειώδες
στοιχειώδης
στοιχειωμένη
στοιχειωμένο
στοιχειωμένος
στοιχειώνω
στοίχημα
στοιχηματίζω
Στοιχίζει ...
στοιχίζω
στοίχιση
στοίχος
στόκος
Στοκχόλμη
στολή
στολή εργασίας
στολή κατάδυσης
στολίδι
στολίζω
στολίσκος
στόλισμα
στολισμός
στόλος
στόμα
στοματικό διάλυμα
στοματικός έρωτας
στομάχι
στομαχικός
στομαχόπονος
στομίδα
στόμιο
στόμφος
στομφώδες
στομφώδης
στοπ
στοράκι
στοργή
στοργική
στοργικό
στοργικός
στόρι
στου
στούμι
στούντιο
στουπί
στούπωμα
στουριόν
στουρνάρι
στους
στόφα
στοχασμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close