συγγενεύω
Μεταφράσεις
συγγενεύω
(sinɟe'nevo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. είμαι συγγενής με κπ Συγγενεύουμε εμείς οι δύο.
2. μεταφορικά έχω σχέση, ομοιότητες Τα δύο αυτά συστήματα συγγενεύουν.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.