συγκαταβατικός
(προωθήθηκε από συγκαταβατική)Αναζητήσεις σχετικές με συγκαταβατική: πομπώδης
Μεταφράσεις
συγκαταβατικός
(siŋgatavati'kos) αρσενικόσυγκαταβατική
(siŋgatavati'ci) θηλυκόσυγκαταβατικό
condescendantacquiescent, condescending (siŋgatavati'ko) ουδέτεροεπίθετο
επιοικής, ανεκτικός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.