συγκλονιστικός
(προωθήθηκε από συγκλονιστική)Μεταφράσεις
συγκλονιστικός
(siŋglonisti'kos) αρσενικόσυγκλονιστική
(siŋglonisti'ci) θηλυκόσυγκλονιστικό
shocking, staggeringbouleversant (siŋglonisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
συνταραστικός συγκλονιστικό θέαμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.