Συγχωνεύομαι - ορισμός του συγχωνεύομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%b3%cf%87%cf%89%ce%bd%ce%b5%cf%8d%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.944.588.980
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συγχωνεύομαι
Μεταφράσεις
συγχωνεύομαι
merge
(
siŋxo'nevome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
ενώνoμαι
fusionner
Οι δυο τράπεζες συγχωνεύτηκαν πέρυσι.
Les deux banques ont fusionné l'année dernière.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συγκροτημένη
συγκροτημένο
συγκροτημένος
συγκροτώ
συγκρούομαι
σύγκρουση
σύγκρουση αυτοκινήτων
συγκρούω
συγκυρία
συγνώμη
συγυρίζω
συγύρισμα
συγυρισμένος
συγχαίρω
συγχαρητήρια
συγχέω
συγχίζω
συγχορδία
σύγχρονες ανέσεις
σύγχρονες γλώσσες
σύγχρονη
συγχρονίζω
συγχρονισμένη κολύμβηση
συγχρονισμός
σύγχρονο
σύγχρονος
συγχρωτισμός
συγχύζομαι
συγχύζω
σύγχυση
συγχωνεύομαι
συγχώνευση
συγχωνεύω
συγχώρεση
συγχώρηση
συγχωρώ
σύδεντρο
Σύδνεϋ
συζητάω
συζήτηση
συζητήσιμη
συζητήσιμο
συζητήσιμος
συζητώ
συζυγής
συζυγία
συζυγικά
συζυγική
συζυγικό
συζυγικός
σύζυγοι
σύζυγος
συζώ
συθέμελα
σύκα
συκιά
σύκο
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντική
συκοφαντικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close