Συζώ - ορισμός του συζώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%b6%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.655.671
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συζώ
Μεταφράσεις
συζώ
(
si'zo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
ζω μαζί με κπ
vivre avec qqn vivre ensemble
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συγχρονισμένη κολύμβηση
συγχρονισμός
σύγχρονο
σύγχρονος
συγχρωτισμός
συγχύζομαι
συγχύζω
σύγχυση
συγχωνεύομαι
συγχώνευση
συγχωνεύω
συγχώρεση
συγχώρηση
συγχωρώ
σύδεντρο
Σύδνεϋ
συζητάω
συζήτηση
συζητήσιμη
συζητήσιμο
συζητήσιμος
συζητώ
συζυγής
συζυγία
συζυγικά
συζυγική
συζυγικό
συζυγικός
σύζυγοι
σύζυγος
συζώ
συθέμελα
σύκα
συκιά
σύκο
συκοφάντησ
συκοφαντία
συκοφαντική
συκοφαντικό
συκοφαντικός
συκοφάντισσα
συκοφαντώ
συκωτάκι
συκώτι
συλάτος
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαλητήριο
συλλαμβάνω
συλλέγω
συλλέκτης
συλλεκτική
συλλεκτικό
συλλεκτικός
συλλέκτρια
σύλληψη
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιζόμενος
συλλογική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close