Συκώτι - ορισμός του συκώτι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%ba%cf%8e%cf%84%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.780.890.354
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συκώτι
Μεταφράσεις
συκώτι
Leber
liver
hígado
maksa
foie
máj
fegato
간장, 간
lever
wątroba
fígado
печень
печінка
كَبِدُ
játra
lever
jetra
肝臓
lever
lever
ตับ
karaciğer
gan
肝脏
,
肝
черен дроб
הכבד
肝
(
si'koti
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το εσωτερικό όργανο που φιλτράρει τις ουσίες στον οργανισμό
foie
αρσενικό
Δεν μπορώ να φάω
συκώτι
→
لا أَسْتَطِيعُ أَنْ أَتَناوَلَ لـَحَمَ الكَبِدِ
→ Nemůžu jíst játra
→ Jeg kan ikke spise lever
→
Ich kann keine Leber essen
→
I can't eat liver
→
No puedo comer hígado
→ En voi syödä maksaa
→
Je ne mange pas de foie
→ Ne mogu jesti jetru
→
Non posso mangiare fegato
→ 私はレバーを食べられません
→ 나는 간을 못 먹어요
→
Ik kan geen lever eten
→
Jeg kan ikke spise lever
→
Nie mogę jeść wątróbki
→
Eu não posso comer fígado
→
Мне противопоказана печень
→ Jag kan inte äta lever
→ ฉันกินตับไม่ได้
→
Ciğer yiyemem
→ Tôi không ăn được gan
→
我不吃肝脏
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συγχωρώ
σύδεντρο
Σύδνεϋ
συζητάω
συζήτηση
συζητήσιμη
συζητήσιμο
συζητήσιμος
συζητώ
συζυγής
συζυγία
συζυγικά
συζυγική
συζυγικό
συζυγικός
σύζυγοι
σύζυγος
συζώ
συθέμελα
σύκα
συκιά
σύκο
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντική
συκοφαντικό
συκοφαντικός
συκοφάντισσα
συκοφαντώ
συκωτάκι
συκώτι
συλάτος
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαλητήριο
συλλαμβάνω
συλλέγω
συλλέκτης
συλλεκτική
συλλεκτικό
συλλεκτικός
συλλέκτρια
σύλληψη
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιζόμενος
συλλογική
συλλογικό
συλλογικός
συλλογισμένος
συλλογισμός
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλυπητήρια
συλλυπούμαι
συλογισμένος
συμβαδίζω
συμβαίνει
συμβαίνω
συμβάλλομαι
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close