συλλεκτικός
(προωθήθηκε από συλλεκτικό)Μεταφράσεις
συλλεκτικός
(silekti'kos) αρσενικόσυλλεκτική
(silekti'ci) θηλυκόσυλλεκτικό
(silekti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με συλλογή συλλεκτικός όμιλος
2. άξιος συλλογής συλλεκτικό κομμάτι συλλεκτική αξία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.