Συλλογισμένος - ορισμός του συλλογισμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.605.009.855
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συλλογισμένος
Μεταφράσεις
συλλογισμένος
pensive
,
preoccupied
συλλογισμένος
مَشْغُولُ البَال
συλλογισμένος
zamyšlený
συλλογισμένος
fordybet i
συλλογισμένος
gedankenverloren
συλλογισμένος
absorto
συλλογισμένος
ajatuksiinsa uppoutunut
συλλογισμένος
préoccupé
συλλογισμένος
preokupiran
συλλογισμένος
preoccupato
συλλογισμένος
余念のない
συλλογισμένος
몰두한
συλλογισμένος
in beslag genomen
συλλογισμένος
åndsfraværende
συλλογισμένος
pochłonięty
συλλογισμένος
preocupado
συλλογισμένος
озабоченный
συλλογισμένος
tankfull
συλλογισμένος
ใจจดใจจ่อ
συλλογισμένος
kafasını takmış
συλλογισμένος
bận tâm
συλλογισμένος
全神贯注的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συκιά
σύκο
συκοφάντησ
συκοφαντία
συκοφαντική
συκοφαντικό
συκοφαντικός
συκοφάντισσα
συκοφαντώ
συκωτάκι
συκώτι
συλάτος
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαβικός
συλλαλητήριο
συλλαμβάνω
συλλέγω
συλλέκτης
συλλεκτική
συλλεκτικό
συλλεκτικός
συλλέκτρια
σύλληψη
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιζόμενος
συλλογική
συλλογικό
συλλογικός
συλλογισμένος
συλλογισμός
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλυπητήρια
συλλυπούμαι
συλογισμένος
συμβαδίζω
συμβαίνει
συμβαίνω
συμβάλλομαι
συμβαλλόμενος
συμβάλλω
συμβάν
σύμβαση
συμβατή
συμβατική
συμβατικό
συμβατικός
συμβατικότητα
συμβατό
συμβατός
συμβεί
συμβία
συμβιβάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβασμός
συμβιβαστικός
συμβιώνω
συμβίωση
συμβόλαιο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close