συμπαίκτης
(προωθήθηκε από συμπαίκτρια)Μεταφράσεις
συμπαίκτης
(si'mbektis) αρσενικόσυμπαίκτρια
teammatecoéquipierPlaymatePlaymatePlaymatePlaymateرفيق اللعبPlaymateПлеймейтPlaymatePlaymatePlaymate (siŋ'bektria) θηλυκόουσιαστικό
που παίζει στην ίδια ομάδα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.